13/12/2009
Μιχάλη Πιτσιλίδη: Επικίνδυνη η φαρμακευτική πολιτική(ΔΙΑΓΝΩΣΗ)
Από τις πρώτες μέρες της νέας διακυβέρνησης, τα φάρμακα, η φαρμακευτική δαπάνη και η ακολουθητέα πολιτική, έχουν αναχθεί σε σχεδόν καθημερινό αντικείμενο συζήτησης, κυρίως στα τηλεοπτικά παράθυρα, στα οποία δυστυχώς πρωταγωνιστεί με αξιοσημείωτη συχνότητα η κ. Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Τελικά, σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης συνιστά πλέον όρο οικονομικής επιβίωσης του έθνους. Στο σημείο αυτό, αρχίζει να διαφαίνεται η υπερβολή, η οποία οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις, που προμηνύουν λάθος αποφάσεις. Φαίνεται πλέον εξαιρετικά πιθανό, ότι το φάρμακο - και ο χώρος της υγείας γενικότερα - θα γίνουν και πάλι πεδίο πειραματισμού μαθητευόμενων μάγων, που αρέσκονται στην επικοινωνία αλλά αγνοούν την ουσία.
Ένα πρωτοφανές λάθος (
της κ. Λ.Κατσέλη, στο οποίο συμφωνεί και η κ. Ξενογιαννακοπούλου, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Η κ. Κατσέλη διατύπωσε, στην κοινή συνέντευξη τύπου με τους συναδέλφους της Υγείας και Εργασίας, την άποψη ότι, τα αντίγραφα φάρμακα δεν έχουν επαρκώς διεισδύσει στην ελληνική αγορά, επειδή είναι…ακριβά. Τα αντίγραφα, κυρίως ελληνικής παραγωγής φάρμακα, διατιμώνται σήμερα στο 80% της τιμής των αντίστοιχων πρωτότυπων, τα οποία διατιμώνται με βάση το μέσο όρο των τριών φθηνότερων τιμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάτι τέτοιο σκέπτεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση και στα αντίγραφα: να τα διατιμήσει με βάση το μέσο όρο των τριών φθηνότερων αντιγράφων. Οι δυο κυρίες πιστεύουν ότι, η πολύ χαμηλότερη τιμή, ίσως και κατά 40%, θα βοηθήσει τα αντίγραφα φάρμακα να τύχουν ευρύτερης προτίμησης από τους έλληνες γιατρούς, με αντίστοιχα οικονομικά οφέλη για τα ασφαλιστικά ταμεία. Η άποψη αυτή καταδεικνύει πλήρως ότι, οι συναρμόδιοι υπουργοί αγνοούν το αντικείμενο, επί του οποίου προτίθενται να νομοθετήσουν, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό…
Πρώτη συνέπεια θα είναι η άμεση αποβιομηχάνιση: αν υπάρχει κάτι πολύ φθηνότερο κι αυτό αποτελεί το μοναδικό κριτήριο, γιατί ο επιχειρηματίας να μην εισάγει αυτό, αλλά να διατηρεί εργοστάσια παραγωγής και θέσεις εργασίας στην Ελλάδα; Γιατί να μην μεταφερθεί π.χ. στη Βουλγαρία, ώστε να είναι πιο ανταγωνιστικός; Επομένως, η βιομηχανική δραστηριότητα θα αντικατασταθεί αμέσως από εισαγωγική και μάλιστα προϊόντων πολύ χαμηλής τιμής. Μαζί με τα ακριβότερα και νεότερα αντίγραφα, θα χαθούν από την αγορά και εκατοντάδες παλιά, φτηνά και καταξιωμένα ελληνικά φάρμακα.
Οι αρχές, οι επαγγελματίες του κλάδου, αλλά και οι ασθενείς ως καταναλωτές, γνωρίζουν ότι, συχνά ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρό για αντίγραφα φάρμακα, στα ασφαλιστικά ταμεία και δη στο ΙΚΑ, το μεγαλύτερο από αυτά. Εκεί αναπτύσσονται σοβαρές στρεβλώσεις, με τη μορφή των αντιδεοντολογικών και παράνομων οικονομικών σχέσεων εταιρειών και γιατρών. Οι σχέσεις αυτές οδηγούν σε αυξανόμενη με ραγδαίους ρυθμούς προτίμηση των γιατρών προς τα αντίγραφα. Κι όσο πιο μεγάλο το οικονομικό κίνητρο, τόσο ισχυρότερη η σχέση και η προτίμηση. Στον ίδιο χώρο όμως, των αντιγράφων, δραστηριοποιούνται και μεγάλες, παραδοσιακές ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ανταγωνίζονται με (σχεδόν) ίσους όρους τις εταιρείες των πρωτότυπων φαρμάκων. Η επιτυχής δράση τους οφείλεται στο γεγονός ότι, οι τιμές των αντιγράφων επιτρέπουν την ανάπτυξη τμημάτων και δραστηριοτήτων, που υποστηρίζουν τις πωλήσεις, στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας. Ως αποτέλεσμα, τα ασφαλιστικά ταμεία κερδίζουν το 20%, που αποτελεί τη διαφορά τιμής πρωτότυπου-αντίγραφου.
Επομένως, η σχετικώς υψηλή τιμή τών αντιγράφων, δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διείσδυσή τους στην αγορά, όπως οι υπουργοί υποθέτουν. Αντιθέτως, αποτελεί το ισχυρότερο διαβατήριο επιτυχίας. Ο –δραστήριος- γιατρός του ΙΚΑ, που κερδίζει 10-15.000 ευρώ μηνιαίως, φυσικά μαύρα, έτσι κι αλλιώς θα αποκαλυφθεί αμέσως από το μηχανογραφικό σύστημα έκδοσης των συνταγών, το οποίο προωθεί πολλά χρόνια τώρα, σχεδόν σύσσωμη η φαρμακοβιομηχανία. Η κυβέρνηση συμφωνεί και το μηχανογραφικό σύστημα έκδοσης και παρακολούθησης των συνταγών θα είναι, κατά τον κ. Α. Λοβέρδο, σε εφαρμογή από 1-5-2010. Προς τι λοιπόν τα ολισθήματα και ο βερμπαλισμός, που γεννούν ανησυχία και ανασφάλεια; Πότε θα μάθουν οι πολιτικοί μας να μιλούν και, πολύ περισσότερο, να πράττουν, αφού πρώτα ενημερωθούν και αποφασίσουν, μακριά από τις τηλεοπτικές ανάγκες εντυπωσιασμού και αοριστολογίας;